- δοξασμός
- ο (AM δοξασμός)δοξολογίανεοελλ.η επίτευξη δόξαςαρχ.διαμόρφωση γνώμης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοξασμοῦ — δοξασμός formation of opinions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξασμόν — δοξασμός formation of opinions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek